Poem by the Greek poet Γιώργος Σεφέρης (George Seferis), written in 1937 as a tribute to Edgar Allan Poe's 'The Raven'.
RAVEN
In memoriam E. A. P.
Χρόνια σὰν τὰ φτερά. Τί θυμᾶται τ' ἀκίνητο κοράκι;
τί θυμοῦνται οἱ πεθαμένοι κοντὰ στὶς ρίζες τῶν δέντρων;
Εἶχαν ἕνα χρῶμα τὰ χέρια σου σὰν τὸ μῆλο ποὺ πέφτει.
Κι αὐτὴ ἡ φωνὴ ποὺ ξαναγυρίζει πάντα, χαμηλή.
Ἐκεῖνοι ποὺ ταξιδεύουν κοιτάζουν τὸ πανὶ καὶ τ' ἀστέρια
ἀκοῦνε τὸν ἀγέρα ἀκοῦνε πέρα ἀπ' τὸν ἀγέρα τὴν ἄλλη θάλασσα
σὰν ἕνα κοχύλι κλειστὸ κοντά τους, δὲν ἀκοῦνε
τίποτε ἄλλο, δὲν ψάχνουν μέσα στοὺς ἴσκιους τῶν κυπαρισσιῶν
ἕνα χαμένο πρόσωπο, ἕνα νόμισμα, δὲ γυρεύουν
κοιτάζοντας ἕνα κοράκι σ' ἕνα ξερὸ κλωνί, τί θυμᾶται.
Μένει ἀκίνητο πάνω στὶς ὧρες μου λίγο πιὸ ψηλὰ
σὰν τὴν ψυχὴ ἑνὸς ἀγάλματος ποὺ δὲν ἔχει μάτια
εἶναι ἕνα πλῆθος μαζεμένο μέσα σ' αὐτὸ τὸ πουλὶ
χίλιοι ἄνθρωποι ξεχασμένοι σβησμένες ρυτίδες
ἐρειπωμένες ἀγκαλιὲς καὶ γέλια ποὺ δὲν τέλειωσαν
ἔργα σταματημένα σιωπηλοὶ σταθμοὶ
ἕνας ὕπνος βαρὺς ἀπὸ χρυσὰ ψιχαλίσματα.
Μένει ἀκίνητο. Κοιτάζει τὶς ὧρες μου. Τί θυμᾶται;
Εἶναι πολλὲς πληγὲς μέσα στοὺς ἀόρατους ἀνθρώπους, μέσα του
πάθη μετέωρα περιμένοντας τὴ δεύτερη παρουσία
ἐπιθυμίες ταπεινὲς ποὺ κόλλησαν πάνω στὸ χῶμα
σκοτωμένα παιδιὰ καὶ γυναῖκες ποὺ κουράστηκαν τὴν αὐγή.
Τάχα νὰ βαραίνει πάνω στὸ ξερὸ κλωνὶ τάχα νὰ βαραίνει
πάνω στὶς ρίζες τοῦ κίτρινου δέντρου πάνω στοὺς ὤμους
τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, τὶς παράξενες φυσιογνωμίες
ποὺ δὲν τολμοῦν νὰ γγίξουν μιὰ στάλα νερὸ βυθισμένοι στὸ χῶμα
τάχα νὰ βαραίνει πουθενά;
Εἶχαν ἕνα βάρος τὰ χέρια σου ὅπως μέσα στὸ νερὸ
μέσα στὶς θαλασσινὲς σπηλιές, ἕνα βάρος ἀλαφρὺ χωρὶς συλλογὴ
μὲ τὴν κίνηση κάποτε ποὺ διώχνουμε τὴν ἄσκημη σκέψη
στρώνοντας τὸ πέλαγο ὣς πέρα στὸν ὁρίζοντα στὰ νησιά.
Εἶναι βαρὺς ὁ κάμπος ὕστερ' ἀπ' τὴ βροχή· τί θυμᾶται
ἡ μαύρη στεκάμενη φλόγα πάνω στὸν γκρίζο οὐρανὸ
σφηνωμένη ἀνάμεσα στὸν ἄνθρωπο καὶ στὴν ἀνάμηση τοῦ ἀνθρώπου
ἀναμέσα στὴν πληγὴ καὶ τὸ χέρι ποὺ πλήγωσε μαύρη λόγχη,
σκοτείνιασε ὁ κάμπος πίνοντας τὴ βροχή, ἔπεσε ὁ ἀγέρας
δὲ σώνει ἡ δική μου πνοή, ποιὸς θὰ τὸ μετακινήσει;
ἀνάμεσα στὴ μνήμη, χάσμα—ἕνα ξαφνισμένο στῆθος
ἀνάμεσα στοὺς ἴσκιους ποὺ μάχουνται νὰ ξαναγίνουν ἄντρας καὶ γυναίκα
ἀνάμεσα στὸν ὕπνου καὶ στὸ θάνατο στεκάμενη ζωή.
Εἶχαν μιὰ κίνηση τὰ χέρια σου πάντα πρὸς τὸν ὕπνο τοῦ πελάγου
χαϊδεύοντας τ' ὄνειρο ποὺ ἀνέβαινε ἥσυχα τὴ μαλαματένια ἀράχνη
φέρνοντας μέσα στὸν ἥλιο τὸ πλῆθος τῶν ἀστερισμῶν
τὰ κλεισμένα βλέφαρα τὰ κλεισμένα φτερά...
Κοριτσά, χειμώνας 1937
RAVEN
In memoriam E. A. P.
Years like wings. What does the motionless raven remember?
What do the dead the roots of trees remember?
Your hands had the colour of an apple ready to fall.
And that voice which always returns, that low voice.
Those who travel watch the sail and the stars,
they hear the wind they hear beyond the wind the other sea
like a closed shell near them, they don't hear
anything else, they don't look among the shadows of the cypresses;
for a lost face, a coin; they don't search,
watching a raven on a dry branch, for what it remembers.
It remains motionless just a little above my hours
like the soul of an eyeless statue.
There is a throng gathered in that bird;
thousands of people forgotten, wrinkles obliterated
broken embraces and laughter that has not ended,
works arrested, silent stations.
a heavy sleep of golden spangles.
It remains motionless. It gazes at my hours. What does it remember?
There are many wounds inside those invisible people, inside it,
suspended passions waiting for the Second Coming
humble desires cleaved upon the ground,
children slaughtered and women exhausted at dawn.
Who knows if it lies heavy on the dry branch,
if it lies heavy on the roots of the yellow tree, on the shoulders
of other men, these strange figures
sunk in the ground, not daring to touch even a drop of water?
Who knows if it lies heavy anywhere at all?
Your hands had the weight of hands in the water
in the sea caves, a light carefree weight
with that movement we make sometimes when we dismiss a black thought
by pushing the sea away to the horizon, to the islands.
The plain is heavy after the rain; what remembers
that black static flame on the grey sky,
wedged between man and the memory of man,
between the wound and the hand which was wounded by a black lance.
The plain darkened drinking the rain, the wind dropped;
my own breath isn't enough; who will remove it?
Amidst the memory, a gulf - a startled breast
amidst the shadows struggling to become man and woman again
amidst sleep and death a stagnant life.
Your hands moved always towards the sea's drowsiness
caressing the dream that ascended the golden spider
bearing into the sun the host of constellations
the closed eyelids the closed wings...
Coritsa, winter 1937
Poem 'Raven' from Γιώργος Σεφέρης - Ποιήματα, Ίκαρος, 2000 (ISBN 960-7233-10-7) (So far, I've been unable to find the proper contact information for the publisher and/or copyright holder of this poem.)
Translation from http://www.mikis-theodorakis.net/raven-e.htm. Published with permission. (Guy Wagner, owner of http://www.mikis-theodorakis.net/ wrote: 'You may include the English translation of "Raven" if you indicate the site where you found it and make a link to the Theodorakis Homepage.')
All Greek characters are in Unicode. Unfortunately not all browsers are able to display the characters with diacritical marks. I do not wish to omit them though because that would be a violation of the poem. My apologies for this inconvenience.
George Seferis is a nodeshell waiting to be filled ;-).